παυροεπής

παυροεπής
παυρο-επής, ές,
A of few words, AP7.713 (Antip.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παυροεπής — of few words masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παυροεπής — ές, Α λιγόλογος, άνθρωπος λίγων λόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος «μικρός, λίγος» + επής (< ἔπος), πρβλ. καλλι επής] …   Dictionary of Greek

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”